- δυσσεβίη
- δυσσεβίαimpietyfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσσέβεια — δυσσέβεια, η (AM) (Α και δυσσεβία και ιων. δυσσεβίη) 1. ασέβεια 2. κατηγορία για ασέβεια … Dictionary of Greek